- αλαός
- (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα, εκπέμπει τη νύχτα υποτυπώδη φωσφορισμό.
* * *ἀλαός, -όν (Α)1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός2. (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί τύφλωση3. αυτός που δεν φαίνεται, αόρατος, αφανής4. αυτός που δεν προβλέπει, ο μη προορατικός5. σκοτεινός, αμαυρός, μελανός («ἀλαὸν νέφος»)6. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀλαοίοι νεκροί, σε αντίθεση προς το δεδορκότες (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)7. φρ. «ἔλκος ἀλαόν», η τυφλότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λέξη αβέβαιης ετυμολογίας, που νωρίς αντικαταστάθηκε στη χρήση από το επίθ. τυφλός. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. λάω «βλέπω» και το στερητ. ἀ- (ἀ-λαός), μολονότι στο σύνθετο δεν παρατηρείται αναβιβασμός τού τόνου, όπως θα περιμέναμε (πρβλ. λ.χ. ἄδικος). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο τών λέξεων που σημαίνουν «ατέλεια, αναπηρία, κ.τ.ό.» και τών οποίων συχνά η σημ. είναι προϊόν ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική ερμηνεία αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. ἀλαός είναι ακόμη πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «μονόφθαλμος».ΠΑΡ. αρχ. ἀλαῶ.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλαο-σκοπιά, ἀλαῶπις, ἀλαωπόςμσν.ἀλαώψ].
Dictionary of Greek. 2013.